- χολεμεσία
- η, ΝΜΑ [χολημετῶ /χολεμετῶ](στην αρχ. και μσν. αδόκιμος τ. αντί χολημεσία) ιατρ. πρόσμιξη χολής στο περιεχόμενο τών εμέτων, που μπορεί να οφείλεται σε παλινδρόμηση χολής ή σε υψηλή απόφραξη τού λεπτού εντέρου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χολημεσία — η, ΝΜΑ βλ. χολεμεσία … Dictionary of Greek